- αεροβατικός
- -ή, -ό (Α ἀεροβατικός, -ή, -όν) [ἀεροβάτης](νεολλ.)1. αυτός που αναφέρεται στον αεροβάτη2. (για πρόσωπα) αυτός που συνηθίζει να αεροβατεί, ονειροπόλος, φαντασιοκόποςαρχ.(για πτηνά) που διασχίζει τον αέρα.
Dictionary of Greek. 2013.